- καταπώς
- επίρρ. έτσι όπως («καταπώς μού τά λες, εσύ έφταιγες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + (ό)πως πώς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπώς — επίρρ. τροπ., έτσι όπως, καθώς: Καταπώς άκουσα, θα γίνει απεργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθίβολος — και ανθίβολος, ο, και ανθίβολο, το 1. είδος μικρού διχτυού, που ρίχνει ο ψαράς από τη στεριά (στην αρχαιότητα ονομαζόταν αμφίβολος και στα μεταγενέστερα χρόνια αμφιβολή και αμφίβληστρον). Συνών.: πεζόβολος, καβουροσύρτης, γκαγκάβα, δράγα 2. μτφ.… … Dictionary of Greek